Ημερομηνία
|
Τράπεζα
|
Διάδικος
|
Δικαστήριο
|
Απόφαση Υπέρ
|
Απόφαση
|
Κόστος Διαδίκου
|
20/5/1998 Εγγραφή προσημειώσεων υποθ. σε ακίνητα για ποσό 50 εκατ. δρχ ως εγγύηση για αύξ. πιστ. ορίου. Ουδέποτε δόθηκαν τα χρήματα.
| ||||||
1998
|
Διατ. Πληρ. 457
| |||||
3/9/1998
|
Ανακοπή
|
Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου
| ||||
1999
|
Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου
|
231/1999 παραπέμπει στο Πολυμ. Πρωτοδ. Βόλου
| ||||
2000
|
Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου
|
Διαδίκου
|
519/2000 εν μέρει οριστική απόφαση
| |||
2003
|
Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου
|
Διαδίκου
|
112/2003 οριστική απόφαση
| |||
17/7/2003
|
Έφεση
|
Εφετείο Λάρισας
| ||||
2007
|
Διαδίκου
|
804/2007 τελεσίδικη απόφαση
| ||||
24/7/2009
|
Αίτηση Αναίρεσης
|
Άρειος Πάγος
| ||||
29/1/2010
|
Αίτηση Επίσπευσης
| |||||
14/3/2011
|
Άρειος Πάγος (Α1 Πολιτ. Τμήμα)
|
Τράπεζας
|
1352/2011
|
3.000 €
|
(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ , ΕΕΜΠΔ 2012/417)
Διαταγή πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού. Αλληλόχρεος λογαριασμός. Χαρακτηριστικά. Έγκυρη η συμφωνία περί δυνατότητας μονομερούς καταγγελίας της σχετικής συμβάσεως. Καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη λόγω οικονομικής αδυναμίας του. Έλεγχος καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωμάτων της Τράπεζας στην περίπτωση αυτή. Στοιχεία για το ορισμένο του λόγου αναιρέσεως εκ της διατάξεως του άρ. 559 παρ. 11γ ΚΠολΔ. Νόμιμος και βάσιμος ο σχετικώς προβαλλόμενος λόγος, εφόσον για την κρίση περί καταχρηστικής καταγγελίας του λογαριασμού εκ μέρους τράπεζας, δεν έληφθη υπόψη, μεταξύ άλλων, και σημαντικό αποδεικτικό έγγραφο που αποδείκνυε σημαντικό ληξιπρόθεσμο χρέος του οφειλέτη προς την τράπεζα, ούτε προκύπτει με σαφήνεια ότι τα οικονομικά προβλήματα του οφειλέτη οφείλονται στη συμπεριφορά της τράπεζας.
(Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 804/2007 απόφαση ΕφΛάρισας).
Αριθμός 1352/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,
Βασίλειο Φούκα, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Της εδρευούσας στην Αθήνα Ανωνύμου Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία
"...............", νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολικής διαδόχου της δια συγχωνεύσεως απορροφηθείσας από αυτήν Ανωνύμου Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία ".............", η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Αρβανιτάκη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Της εδρευούσης στο Διμήνι Μαγνησίας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία "............................." και τον διακριτικό τίτλο "...................." νομίμως εκπροσωπουμένης, 2. Κ. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., 3.Ν. Β. του Χ., κατοίκου ..., 4. Χ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 5.α) Ι. Σ. του Χ., β) Δ. Σ. του Χ. και γ) Χ. Σ. του Γ., απάντων κατοίκων …, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιωσάσης στην Αθήνα στις 9-9-2003 Ε. συζ. Χ. Σ., το γένος Γ. Φ., κατοίκου ... και 6. Σ. συζύγου Κ. Ζ., το γένος Ε. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον δικηγόρο Βασίλειο Νιζάμη, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3 Σεπτεμβρίου 1998 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου και εκδόθηκε η υπ` αριθ. 231/1999 απόφασή του με την οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου.
Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι υπ`αριθ. 519/2000 εν μέρει οριστική και 112/2003 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου και κατ` έφεση η 804/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Την αναίρεση της τελευταίας αυτής απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την 24 Ιουλίου 2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κράνης ανέγνωσε την από 7 Μαρτίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί και οι δύο λόγοι της αίτησης αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 804/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 110§2, 498§1, 568 §§1,2 και 576§§1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση.
Εξ άλλου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 94§1 και 96§1 ΚΠολΔ, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται στα πολιτικά δικαστήρια με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση του εκπροσωπούμενου απ` αυτόν διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου ή στην τυχόν έκθεση του εισηγητή ή εντεταλμένου για τις αποδείξεις δικαστή, διαφορετικά ο διάδικος δεν παρίσταται νομίμως στο δικαστήριο, αλλά θεωρείται δικονομικά απών κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, το οποίο δικαιούται ειδικότερα κατά το άρθρ. 104 ΚΠολΔ να εξετάσει σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη της αναγκαίας πληρεξουσιότητας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την αναιρεσίουσα υπ` αριθ. 1035β`, 1037β` και 1038β`/29.1.2010 εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...... ότι η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης κατά της υπ` αριθ. 804/2007 απόφασης του Εφετείου Λάρισας επισπεύσθηκε με φροντίδα της αναιρεσείουσας, η οποία προς το σκοπό αυτό επέδωσε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εκτός των άλλων, και στους εκ των αναιρεσιβλήτων Χ. Σ., Ι. και Δ. Σ., ατομικά στον πρώτο αυτών, αλλά και με την ιδιότητα όλων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας κατά τη διάρκεια της επιδικίας πέμπτης των αρχικών ανακοπτόντων Ε. Σ., ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης με πράξη κατάθεσής της στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και προσδιορισμένο χρόνο συζήτησής της στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου με αριθμό πινακίου 17 την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 14.3.2011, κατά την οποία οι αναιρεσίβλητοι αυτοί κλήθηκαν να παραστούν (άρθρ. 122§1, 123, 128§4, 230§2, 498§§1 2, 568 ΚΠολΔ).
Όμως οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι δεν παρέστησαν με νόμιμα διορισμένο απ` αυτούς πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο, αφού δεν υπάρχει στο φάκελο της δικογραφίας σχετικό πληρεξούσιο προς το δικηγόρο Βασίλειο Νιζάμη, που παρέστη για λογαριασμό τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, γι` αυτό θεωρούνται δικονομικά απόντες και πρέπει να δικασθούν ερήμην, αλλά να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρ. 576§2 ΚΠολΔ).
2. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθ. 804/2007 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λάρισας, που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 17.7.2003 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ` αριθ. 112/2003 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία ύστερα από την έκδοση της υπ` αριθ. 519/2000 εν μέρει οριστικής απόφασης του ίδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου είχε δεχθεί την από 3.9.1998 ανακοπή των τεσσάρων πρώτων και της έκτης των ήδη αναιρεσιβλήτων, καθώς και της αποβιώσασας κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ως άνω Ε. Σ., με αίτημα την ακύρωση της υπ` αριθ. 457/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε με αίτηση της απορροφηθείσας από την αναιρεσείουσα τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ .................. και υποχρέωσε τους ανακόπτοντες να καταβάλουν στην αρχική αντίδικό τους τα εκεί αναφερόμενα ποσά.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν οι λόγοι της (άρθρ. 577§ 3 ΚΠολΔ).
3. Κατά το άρθρ. 623 ΚΠολΔ, μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρ. 626§3 ίδιου Κώδικα, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της.
Διαταγή πληρωμής μπορεί συνεπώς να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (ΑΠ 578/2005, ΑΠ 35/2011).
Υπάρχει δε αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. από 17.7/ 13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρησή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν πλέον να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνον το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1543/2007).
Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 715/2009).
Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, ενώ οριστικά κλείνει οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθρ. 112§2 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό και με άρθρ. 47§2 ν.δ. 17.7/13.8. 1923).
Συνεπώς εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1524/1991).
Εξ άλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του.
Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004).
Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, μ` αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική.
Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες.
Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους.
Ετσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια.
Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ` αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.
Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρ. 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν από το ν. 2915/2001, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία παραδεκτά προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, διαφορετικά υποπίπτει στην πλημμέλεια που ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ.559 ΚΠολΔ.
Ειδικότερα ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα που οποιοσδήποτε από τους διαδίκους παραδεκτά επικαλέσθηκε και νόμιμα προσκόμισε προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΑΠ 105/2005, 953/2005), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1874/2008).
Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή δεν αρκεί ο ισχυρισμός να είχε προταθεί παραδεκτά μόνο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις ) και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον αναιρεσιβαλλόμενη είναι απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1011/1994).
Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του κατά τις συνδυασμένες ως άνω διατάξεις των άρθρ. 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ.
Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 22/2005, 1072-3/2005).
Εξ άλλου για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ.559 ΚΠολΔ πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1535/1995, 567/1996).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα:
"Στις 16.1.1990 η πρώτη ανακόπτουσα (πρώτη αναιρεσίβλητη) κατάρτισε με την καθ` ης η ανακοπή (Τράπεζα ................., που απορροφήθηκε από την ήδη αναιρεσείουσα) την υπ` αριθ. …/16.1.1990 έγγραφη σύμβαση περί παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των 2.500.000 δραχμών, το οποίο αυξήθηκε με μεταγενέστερες συμβάσεις στο ποσό των 55.000.000 δραχμών.
Στις αρχές Μαίου 1998 συμφωνήθηκε μεταξύ των ανακοπτόντων και του νομίμου εκπροσώπου της καθ` ης, διευθυντή του καταστήματός της στο … Σ. Κ., η αύξηση της πίστωσης κατά 105.000.000 δραχμές, δηλαδή από 55.000.000 σε 160.000.000 δραχμές και ότι η χρήση αυτής θα γινόταν από την πρώτη ανακόπτουσα είτε με αποδείξεις λήψεως χρημάτων και μέχρι του ποσού των 70.000.000 δραχμών απευθείας απ` αυτήν, είτε με προεξόφληση επιταγών πελατών και φορτωτικών εγγράφων μέχρι του υπολοίπου ποσού των 90.000.000 δραχμών.
Περαιτέρω προς εξασφάλιση της νέας πίστωσης προσέφεραν (οι ανακόπτοντες), καθ` υπόδειξη του διευθυντή της καθ` ης, νέα ακίνητά τους για προσημείωση ...
Επίσης, όπως όλοι οι διάδικοι ομολογούν, κατόπιν υπόδειξης του ανωτέρου διευθυντή της καθ` ης και προκειμένου να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα και η οικονομική δυνατότητα της πρώτης ανακόπτουσας (πιστούχου), προσκόμισαν στην καθ` ης τα οικονομικά στοιχεία της πρώτης ανακόπτουσας, τα οποία το πρώτο τετράμηνο του 1998 είχαν ανέλθει στο ποσό των 120.000.000 δραχμών, ενώ τα αποθέματα και τα μηχανήματα, που υπήρχαν στις εγκαταστάσεις της, εκτιμήθηκαν από το διευθυντή και τον υποδιευθυντή του καταστήματος της καθ` ης στο … στο ποσό των 60.000.000 δραχμών, η δε πέμπτη και η έκτη των ανακοπτόντων (Ε. Σ. και Σ. Ζ.) συνήνεσαν στην εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης σε ακίνητά τους για ποσά 35.000.000 και 15.000.000 δραχμών αντίστοιχα και σχετικά εκδόθηκαν οι υπ` αριθ. 610 και 611/20.5.1998 αποφάσεις του ΜονΠρΒόλου.
Την ίδια ημέρα (20.5.1998) υπογράφηκε μεταξύ της ανακόπτουσας εταιρείας και της καθ` ης η ανακοπή η νέα υπ` αριθ. .../7/20.5.1998 αυξητική σύμβαση, ύψους 160.000.000 (και όχι 105.000.000) δραχμών.
Η καθ` ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι πέραν των ανωτέρω συμφωνηθέντων όρων, που εγγράφως πιστοποιήθηκαν, υπήρξε και συμφωνία των συμβληθέντων μερών προφορική με όρους
α) να διακόψει η πιστούχος .... την συνεργασία με την ......... Τράπεζα και την Τράπεζα ........... , με τις οποίες γνώριζε ότι είχε κάποιες πιστωτικές δοσοληψίες αφενός μεν και αφετέρου να μην συνεργαστούν με κάποιο άλλο πιστωτικό ίδρυμα,
β) αύξηση του κύκλου των εργασιών της ανακόπτουσας σε ποσό ανάλογο των πιστώσεων και
γ) άριστη συναλλακτική συμπεριφορά τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς τρίτους προμηθευτές και λοιπούς συναλλασσομένους μαζί της.
Πέραν όμως του γεγονότος περί της ύπαρξης ή μη της προφορικής αυτής συμφωνίας και του αν η τελευταία δεσμεύει τα συμβληθέντα μέρη, το βάρος συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων επαφίεται στην πιστώτρια τράπεζα, η οποία και όφειλε να ελέγξει τα ανωτέρω πριν να προβεί στην αυξητική αυτή σύμβαση.
Περαιτέρω αποδείχθηκε... ότι η υπογραφή της αυξητικής σύμβασης έγινε κατόπιν επίσκεψης στην επιχείρηση της πρώτης ανακόπτουσας και εκτίμησης του κύκλου εργασιών της, των μηχανημάτων και του εξοπλισμού της.
Αποδείχθηκε ακόμη ότι πριν από την υπογραφή της .../7 αυξητικής σύμβασης η τράπεζα είχε ελέγξει την εφαρμογή των προϋποθέσεων που έθεσε η ίδια και έλαβε και την έγκριση της Περιφερειακής Διοίκησης της Τράπεζας.
Η υπογραφή της νέας αυτής αυξητικής σύμβασης είχε ως αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να προβεί σε άνοιγμα του κύκλου εργασιών της, υπολογίζοντας και προσμετρώντας το νέο πλαφόν που της χορηγήθηκε και προς εξασφάλιση του οποίου εγγράφησαν οι προαναφερόμενες προσημειώσεις.
Και ενώ εκκρεμούσε και νέα εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του τρίτου ανακόπτοντος αξίας 25.000.000 δραχμών και παρά το ότι ο υφιστάμενος μεταξύ της καθ` ης και της πρώτης ανακόπτουσας λογαριασμός εκινείτο κανονικά, ο διευθυντής της καθ` ης στο Βόλο αρνήθηκε να χορηγήσει στην ανακόπτουσα το ποσό των 58.000.000 δραχμών, το οποίο η τελευταία απαίτησε σε εκτέλεση της ανωτέρω αυξητικής πίστωσης, υποστηρίζοντας ότι το μεγαλύτερο ποσό που μπορούσε να λάβει ήταν 15.000.000 δραχμές και ότι ο σκοπός της τράπεζας ήταν όχι η εξασφάλιση της νέας πίστωσης με τις πιο πάνω προσημειώσεις, αλλά η μεγαλύτερη δυνατή μ` αυτές εξασφάλιση της παλαιότερης πίστωσης.
Ειδικότερα η εκκαλούσα (αναιρεσείουσα) ισχυρίζεται ότι μεταξύ των συμβληθέντων μερών είχε υπογραφεί αυξητική σύμβαση για 105.000.000 επιπλέον δραχμές, αλλά με βάση ιδιαίτερη προφορική συμφωνία τους θα εκταμίευαν κατ` αρχήν οι εκπρόσωποι της πιστούχου ποσό μόνον 15.000.000 δραχμών.
Συμφωνία όμως με αυτό το περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε. Εξ άλλου μια τόσο σημαντική συμφωνία θα έπρεπε να διατυπωθεί εγγράφως. Ούτε βέβαια υπήρχε λόγος εγγραφής προσημειώσεων υποθήκης συνολικού ύψους 50.000.000 δραχμών για να εξασφαλισθεί ποσό 15.000.000 δραχμών.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω άρνησης και της εν συνεχεία καταγγελίας της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού ήταν η ανεπανόρθωτη βλάβη της ανακόπτουσας, η οποία μη μπορώντας πλέον να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της δραστηριότητες και υποχρεώσεις που ανέλαβε, οδηγήθηκε σε σφράγισμα δικών της επιταγών και επιταγών προμηθευτών της και περαιτέρω σε αδυναμία υλοποίησης του επιχειρηματικού της σχεδιασμού με την πρόκληση κινδύνου απώλειας, αλλά και μη εκτέλεσης υφιστάμενων παραγγελιών πελατών της.
Ιδίως δε η σφράγιση των με ημερομηνία εκδόσεως 20.6.1998 (αριθ. ...) με εκδότη τον Σ. Κ. σε διαταγή της ανακόπτουσας εταιρείας, 24.6.1998 (αριθ. ...) με εκδότη το Σ. Π. σε διαταγή της ανακόπτουσας, 30.8.1998 (αριθ. ..) με εκδότη τον Π. Μ. και σε διαταγή της ίδιας επιταγών, που επικαλείται η καθ` ης η ανακοπή, ισχυριζόμενη ότι κατά το χρόνο καταγγελίας του λογαριασμού υφίσταντο ληξιπρόθεσμες οφειλές της ανακόπτουσας, έγινε μετά την 20.5.1998 (ημερομηνία υπογραφής της νέας αυξητικής σύμβασης) και την εν συνεχεία άρνηση της τελευταίας να χορηγήσει στην ανακόπτουσα το ποσό των 58.000.000 δραχμών.
Κατά συνέπεια η καταγγελία της πίστωσης, κατά την 22.7.1998, έγινε βέβαια κατά το άρθρ. 7 της από 16.1.1990 αρχικής σύμβασης, σύμφωνα με το οποίο άρθρο η καθ` ης νόμιμα διατηρεί πάντα το δικαίωμα να περιορίζει ή να κλείνει οποιαδήποτε στιγμή την πίστωση, ειδοποιώντας απλώς τον πιστούχο, όμως η πιο πάνω άσκηση του δικαιώματος αυτού υπερβαίνει καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό της καταγγελίας και προσκρούει στα χρηστά ήθη, τα δε οικονομικά προβλήματα, τα οποία εμφάνισε η πιστούχος, ήταν απόρροια της παραπάνω άρνησης της καθ` ης η ανακοπή και του κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού.
Ας σημειωθεί ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι συμφωνήθηκε προφορικά η μη συνεργασία της ανακόπτουσας με οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, η παραπάνω συμφωνία είναι καταχρηστική και προσκρούει στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, λαμβανομένου υπόψη ότι η ακίνητη περιουσία των εκπροσώπων της ανακόπτουσας επέτρεπε την εγγραφή προσημειώσεων σε ακίνητα άλλα από αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για την εξασφάλιση της καθ` ης, με αποτέλεσμα η πιθανή συνεργασία της με άλλα πιστωτικά ιδρύματα ουδόλως να επηρεάζει τη δική τους σύμβαση.
Επομένως η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική, δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκε για να μην τηρηθούν οι από τη σύμβαση αναληφθείσες υποχρεώσεις της καθ` ης και αφετέρου η άσκηση αυτή υπερέβη καταφανώς τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της καταγγελίας".
Ειδικότερα κατά τις παραδοχές του Εφετείου κρίθηκε ως καταχρηστική η ενέργεια της αναιρεσείουσας να καταγγείλει την πιστωτική σύμβασή της με την πρώτη των αναιρεσιβλήτων και να κλείσει οριστικά τον μεταξύ τους αλληλόχρεο λογαριασμό της σύμβασης, επειδή θεωρήθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασής τους έγινε για να απαλλαγεί η αναιρεσείουσα από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με την υπ` αριθ. 7 από 20.5.1998 αυξητική σύμβαση της αρχικής πιστωτικής τους σύμβασης, αφού η αναιρεσείουσα είχε ήδη αρνηθεί να χορηγήσει στην πρώτη των αντιδίκων της τη συμφωνηθείσα αύξηση της πίστωσής της, προσφερόμενη να της παράσχει επιπλέον πίστωση μόνο 15.000.000 δραχμών έναντι των 58.000.000 δραχμών που η αντίδικός της ζήτησε απ` αυτή.
Η άρνηση αυτή της αναιρεσείουσας υπήρξε, κατά την απόφαση του Εφετείου, αδικαιολόγητη, αφού η πρώτη αναιρεσίβλητη ήταν μέχρι τότε συνεπής στις υποχρεώσεις της τόσο έναντι της αναιρεσείουσας όσο και έναντι άλλων πιστωτών της και αντίθετα εξ αιτίας της άρνησης αυτής της αναιρεσείουσας δημιουργήθηκαν οικονομικά προβλήματα στην πρώτη αναιρεσίβλητη και περιήλθε αυτή σε αδυναμία συνέχισης των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, σε χρόνο μάλιστα που είχε ήδη επεκτείνει τον κύκλο των εργασιών της, υπολογίζοντας στην αύξηση της παρεχόμενης από την αναιρεσείουσα πίστωσης.
Έτσι κατά την απόφαση του Εφετείου η πρώτη αναιρεσίβλητη υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού δεν μπορούσε πλέον να υλοποιήσει τον επιχειρηματικό της σχεδιασμό ως προς την εκτέλεση παλαιών παραγγελιών ή την ανάληψη νέων, ενώ λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της σφραγίσθηκαν ως ακάλυπτες και τραπεζικές επιταγές δικές της ή πελατών της σε διαταγή της.
Η βλάβη αυτή της πρώτης αναιρεσίβλητης αντιπαραβάλλεται στην απόφαση του Εφετείου με την ανυπαρξία κινδύνου για τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας από τη λειτουργία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης, με δεδομένο ότι τα μεν οικονομικά προβλήματα της πρώτης αναιρεσίβλητης οφείλονταν αποκλειστικά στην άρνηση της αναιρεσείουσας να υλοποιήσει τη συμφωνημένη αύξηση της πίστωσής της προς την αντίδικό της, οι δε απαιτήσεις της αναιρεσείουσας από την όλη λειτουργία της πιστωτικής τους σύμβασης καλύπτονταν με επαρκείς προσωπικές εγγυήσεις ή εμπράγματες εξασφαλίσεις των λοιπών αναιρεσιβλήτων.
Ωστόσο στην απόφαση του Εφετείου δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά ματαίωσης ή αναβολής, έστω, συγκεκριμένων επιχειρηματικών σχεδίων της πρώτης αναιρεσίβλητης και συνεπώς αντίστοιχης βλάβης της από τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, ούτε πολύ περισσότερο αποτιμάται το συνολικό κόστος της βλάβης της από την απώλεια παραγγελιών πελατών της, που επίσης δεν εξειδικεύονται, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι κατά την τραπεζική πρακτική το άνοιγμα πίστωσης υπέρ τρίτου ή η αύξηση του ποσού της δεν συνιστά και υποχρέωση της Τράπεζας να χορηγήσει αμέσως στον πιστούχο το σύνολο της συμφωνημένης πίστωσης.
Εξ άλλου παρόλο που ρητά βεβαιώνεται στην απόφαση Εφετείου ότι για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ουσία της υπόθεσης λήφθηκαν υπόψη οι καταθέσεις των μαρτύρων, αλλά και το σύνολο των εγγράφων που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, εντούτοις είναι τελικώς αμφίβολο αν λήφθηκε υπόψη και η υπ` αριθ. 411/22.7.1998 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε σε βάρος της πρώτης αναιρεσίβλητης για χρέος της προς την ..... Τράπεζα της Ελλάδος.
Την διαταγή αυτή πληρωμής επικαλέσθηκε και προσκόμισε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ` έφεση η αναιρεσείουσα για να ανταποδείξει τον κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό των αντιδίκων της, που τάχθηκε σ` αυτούς και ως θέμα απόδειξης με την υπ` αριθ. 519/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, δηλαδή ότι η πρώτη αυτών τόσο πριν όσο και αμέσως μετά την αύξηση της παρεχόμενης σ` αυτή από την αναιρεσείουσα πίστωσης τηρούσε κανονικά τις συμβατικές υποχρεώσεις της και δεν υπήρχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τρίτους.
Πράγματι στην εφετειακή απόφαση δεν γίνεται η οποιαδήποτε αναφορά στην παραπάνω διαταγή πληρωμής, μολονότι απ` αυτή προκύπτει σημαντικό ληξιπρόθεσμο χρέος της πρώτης αναιρεσίβλητης κατά τον κρίσιμο χρόνο και γενικώς είναι ασαφής η παραδοχή της απόφασης ότι όλα τα οικονομικά προβλήματα της πρώτης αναιρεσίβλητης οφείλονται στη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας, εφόσον στην απόφαση δεν εξειδικεύονται παράλληλα τα οικονομικά της προβλήματα, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί η σύνδεσή τους με τη συμπεριφορά της αναιρεσείουσας.
Είναι συνεπώς βάσιμος ο δεύτερος από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού η αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου της ίδιας αίτησης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Ακολούθως η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ).
Οι αναιρεσίβλητοι, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το σχετικό αίτημα της τελευταίας, όπως στο διατακτικό ειδικότερα (άρθρ. 176, 178§2, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αριθ. 804/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές σε σχέση με αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2011, όπου και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Αυγούστου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΚ 200 ΑΚ 281 ΑΚ 288 ΑΠ ΚΠολΔ 104 ΚΠολΔ 335 ΚΠολΔ 559 ΚΠολΔ 94 ΚΠολΔ 96